Άνταμς, Γουίλιαμ

Άνταμς, Γουίλιαμ
(William Adams, 1564 – 1620). Άγγλος θαλασσοπόρος. Αρχικά υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό, αργότερα όμως παραιτήθηκε και αναζήτησε την τύχη του στην Ανατολή με τα πλοία της Ολλανδικής Εταιρείας των Ινδιών. Το 1600 ναυάγησε στο νησί Κιου-Σου της Ιαπωνίας, πιάστηκε αιχμάλωτος και στάλθηκε στην Οσάκα, όπου γρήγορα κέρδισε την εύνοια του σόγκου (= στρατηγού για την καθυπόταξη των βαρβάρων) Ιγιεγιάζου, του οποίου έγινε ο πολιτικός σύμβουλος στις σχέσεις του με τους Ευρωπαίους. Το 1616 και το 1617 πραγματοποίησε δύο ταξίδια, στο Σιάμ και την Κοχινκίνα, για λογαριασμό των Ιαπώνων. Εισήγαγε στους Ιάπωνες την ευρωπαϊκή ναυπηγική τέχνη. Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του έλαβε ένα μεγάλο αγρόκτημα κοντά στη Γιοκοσούκα της Ιαπωνίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Στράτφορντ-ov-Έιβον — (Stratford on Avon). Πόλη (περ. 22.000 κάτ.) της Μ. Βρετανίας στην κομητεία Ουώρικ της Αγγλίας χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Έιβον. Διαθέτει εμπόριο γεωργικών προϊόντων και βιομηχανίες τροφίμων, ξυλείας, χημικών προϊόντων και γυαλιού. Είναι …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”